προεδρια

προεδρια
    προεδρία
    προ-εδρία
    ион. προεδρίη ἥ
    1) переднее, первое или почетное место
    

(ἐν τοῖς ἀγῶσι Her. и τῶν ἀγώνων Plat.)

    ἐν προεδρίῃ κατήμενος Her. — сидящий на первом месте, впереди или на престоле;
    ἀτέλειά τε καὴ π. Her. — освобождение от налогов и право на почетные места

    2) должность или звание проэдра, председательство(вание)
    

(ἐν προεδρίᾳ εἶναι Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προεδρια" в других словарях:

  • προεδρία — προεδρίᾱ , προεδρία privilege of the front seats fem nom/voc/acc dual προεδρίᾱ , προεδρία privilege of the front seats fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρία — η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Α το αξίωμα τού προέδρου νεοελλ. 1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά») 2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας» ί) το αξίωμα τού Προέδρου… …   Dictionary of Greek

  • προεδρίᾳ — προεδρίαι , προεδρία privilege of the front seats fem nom/voc pl προεδρίᾱͅ , προεδρία privilege of the front seats fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρία — η 1. το αξίωμα του προέδρου. 2. χρονική περίοδος θητείας του προέδρου: Η προεδρία του Τζον Κένεντι ήταν σύντομη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προεδρίας — προεδρίᾱς , προεδρία privilege of the front seats fem acc pl προεδρίᾱς , προεδρία privilege of the front seats fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρίαι — προεδρία privilege of the front seats fem nom/voc pl προεδρίᾱͅ , προεδρία privilege of the front seats fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρίαν — προεδρίᾱν , προεδρία privilege of the front seats fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПРОЕДРИЯ —    • Προεδρία,          так называлось в Афинах почетное право занимать на играх первое и лучшее место на первых (самых нижних) скамейках, около самого оркестра. Такой чести удостаивались полководцы, жрецы, иностранные послы, граждане… …   Реальный словарь классических древностей

  • προεδριῶν — προεδρία privilege of the front seats fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρίαις — προεδρία privilege of the front seats fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρίη — προεδρία privilege of the front seats fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»